-
1 ραγας
-
2 ραγάς
-
3 ῥαγάς
-
4 ῥαγάς
ῥαγάς, άδος, ἡ, Riß, Ritze, Spalt, Kluft; Ep. ad. Paralip. 143 (XI, 407); D. Sic. 1, 39 u. Sp.
-
5 ράγας
-
6 ῥᾶγας
-
7 ῥαγάς
-
8 ῥαγάς
ῥαγάς, άδος, ἡ, Riß, Ritze, Spalt, Kluft -
9 ῥαγάς,-άδος
ἡ N 3 0-0-1-0-0=1 Is 7,19crevice, ravine; *Is 7,19 ῥαγάδα ravines-נחלים for MT נהללים watering place? -
10 πῆλυξ
-
11 ῥαγή
-
12 ῥάξ
ῥάξ, ἡ, gen. ῥᾱγός, 1) die Beere, bes. Weinbeere, die Weintraube; Soph. frg. 464; κατὰ ῥᾶγα βοτρύων, Plat. Legg. VIII, 845 a; αἱ τῶν βοτρύων ῥᾶγες, Arist. de col. 2; u. so jetzt auch H. A. 5, 16, 17 (für ῥῶγες); ῥᾶγας, En. ad. 130 (VI, 169). – 2) die Fingerspitzen, κορυφαί, Poll. 2, 146. – 3) auch wie φαλάγγιον, von weinbeerähnlicher Gestalt, Ael. H. A.; Draco betonte auch den nom. ῥᾶξ, vgl. Lob. Phryn. 76.
-
13 башмак
1. тех. το πέδιλ/ο, το πέλμαкрей-цкопфный направляющий горн. - οδηγός σταυρούнаправляющий горн. - οδηγόςтормозной - πέδης/φρένου2. (обувь) η αρβύλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > башмак
-
14 звено
1. (авт., мех) ο κρίκος, ο σύνδεσμος, η άρθρωση, το στοιχείο, η μονάδα. - без контрфорса (якорной цепи) - χωρίς στυλίσκο (αλύσεως της άγκυρας)ведомое - δευτερεύων -, οδηγούμενος -ведущее - το πρωτεύων στοιχείο, ο οδηγόςвертлюжное мех. - της στρέψης, το στριφτάρι- гусеницы - της ερπύστριας, το πέδιλοцепное - см. - цепи 2. хим. η μονάδαмономерное - μονομερική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звено
-
15 прогиб
η κάμψη (προς τα κάτω)το τόξο καμπής, το λύγισμα, το καμπύλωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогиб
-
16 угон
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угон
-
17 ραγάδα
-
18 ῥαγάδα
-
19 ραγάδας
-
20 ῥαγάδας
См. также в других словарях:
ῥαγάς — fissure fem nom sg ῥαγά̱ς , ῥαγή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραγάς — άδος, ἡ, ΜΑ βλ. ραγάδα … Dictionary of Greek
ῥᾶγας — ῥάξ grape fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγάδα — ῥαγάς fissure fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγάδας — ῥαγάς fissure fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγάδες — ῥαγάς fissure fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγάδι — ῥαγάς fissure fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγάδος — ῥαγάς fissure fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγάδων — ῥαγάς fissure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγάσι — ῥαγάς fissure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγάσιν — ῥαγάς fissure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)